Όσο πιστεύω στη γνώμη, τόσο πιστεύω και στην ησυχία, σε μερικές περιπτώσεις περισσότερο – όσο περιμένω από έναν άνδρα να ακούσει σιωπώντας μια γυναίκα να του λέει πώς βιώνει τον σεξισμό, όσο περιμένω από τη στρέιτ κοινότητα να αφήσει τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα να την καθοδηγήσει όταν έρθει η κουβέντα στα δικαιώματά της, άλλο τόσο δεν μου αναγνωρίζω κανενός είδους προτεραιότητα όταν οι μαύροι θέλουν να ουρλιάξουν για τον ρατσισμό. Δεν μπορώ να καταλάβω, αλλά θέλω να προσπαθήσω, να μάθω, να διαβάσω, περιμένοντας να μου υποδείξουν με ποιον τρόπο μπορώ να είμαι από τη σωστή πλευρά.
“What are the three things you can’t give a black person?”
“A black eye, a fat lip and a job”
είναι ένα ανέκδοτο με το οποίο προλογίζει τις εκθέσεις της η Carrie Mae Weems, η πρώτη αφροαμερικανή γυναίκα με ρετροσπεκτίβα του έργου της στο Guggenheim, βραβευμένη μαύρη φωτογράφος με εμβληματική ματιά πάνω σε αυτή την ευρεία έννοια του blackness, για την οποία έχουμε επιτακτική πλέον υποχρέωση να ακούσουμε.
Όσο ακούμε, μπορούμε και να βλέπουμε: Οι φωτογραφίες της Carrie Mae Weems αποτυπώνουν τη ζωή και την εμπειρία των ανθρώπων της σε όλες τις πτυχές τους. Τα έργα της μιλούν πρωτίστως για τη φυλή και το φύλο και με αυτή την αφετηρία επεκτείνονται σε θέματα όπως οι διαταξικές σχέσεις, η οικογένεια, η μονογαμία, η δικαιοσύνη, η καθημερινότητα. Η σειρά Kitchen Table Series, ας πούμε (την οποία έψαξα ολόκληρη, πρόκειται για την επιδραστικότερη δουλειά της) είναι υπόδειγμα οικονομίας και υποβλητικότητας, σαν πολλά μικρά μονόπρακτα που διαδραματίζονται σε μια κουζίνα, kitchen sink δράματα απεικονισμένα μόνο σε ένα φαινομενικά άκαμπτο καρέ, που χωρίς να το ρωτήσεις και χωρίς να κρυφακούς σου λέει σαν χείμαρρος ολόκληρες ιστορίες.
Η Weems γεννήθηκε στο Πόρτλαντ, “τη λευκότερη πόλη των ΗΠΑ” (το συντριπτικό 75% του πληθυσμού απαρτίζεται σήμερα από WASPy hip κόσμο). Μειοψηφία της μειοψηφίας αλλά αποφασισμένη από νωρίς, ήξερε από τα 7 της ότι αυτό που θέλει είναι να δημιουργεί. Στα δέκατα όγδοα γενέθλιά της έμαθε και με ποιον τρόπο, όταν ο τότε φίλος της (“ένας μαλάκας”) της έκανε δώρο μια φωτογραφική μηχανή. Ως πρώην χορεύτρια επιστράτευσε πριν από οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο απεικόνισης το δικό της σώμα ως επίκεντρο αφήγησης, και πόζαρε η ίδια, μαζί αφηγήτρια και κεντρική ηρωίδα των ιστοριών της οι οποίες εκτός από μίνι μπουλβάρ μιλούσαν και για την Αφρική ως φυλετική κληρονομιά, την κοινωνική θέση που επιφύλασσαν οι ΗΠΑ στους μαύρους και της “μαύρης ταυτότητας” ως έννοιας αλλά και ως αυτόνομης καλλιτεχνικής επιρροής. Από τη θέση της ως καλλιτέχνη πολύ σπουδαίας για να αγνοηθεί έχει επικρίνει μουσεία και γκαλερί για τον σκανδαλωδώς λιγότερο, έως ελάχιστο, χώρο που διαθέτουν στις μαύρες γυναίκες και τη φωνή τους, ενώ με ξεχωριστά installations και projects έχει εκφράσει την ανησυχία της για τη μαύρη κληρονομιά που χάνεται, έχει φέρει στο προσκήνιο, ώστε να μην ξεχαστεί, την καταγωγή των συμπατριωτών της από τους σκλάβους και έχει αμφισβητήσει το έργο παλαιότερων λευκών φωτογράφων που απαθανάτιζε μαύρους.
Δεν έχει, φυσικά, παραλείψει να σχολιάσει τη χαρά και στιλιστική διάσταση της επανάστασης, ανεβάζοντας την ενδυνάμωση μέσω της μόδας στο απενοχοποιημένο βάθρο που της αξίζει με τo έργο της Afro Chic, μια glam πασαρέλα χωρίς την παραμικρή απολογητική διάθεση απέναντι στη δομική της “ελαφρότητα”, παντοτινό στόχο υπαινιγμών, και πρωταγωνιστές τις φωτογραφίες του power couple Angela Davis-Huey P. Newton των Black Panthers.
Μια βαθιά πολιτική καλλιτέχνης δεν θα μπορούσε να μη είναι και επίκαιρη. Στις πρωτοφανείς συνθήκες της πανδημίας που αναπόφευκτα επηρέασαν κυρίως φτωχότερους και μειονότητες στις ΗΠΑ, η Weems ανέλαβε να ενημερώσει τους ευάλωτους πληθυσμούς για τα υγειονομικά μέτρα με τρόπο λιτό και εικόνες δυνατές, τις δικές της.