Μέσες-άκρες τα έχω ξαναπεί με μια αφορμή περισσότερο arty, αλλά η ιστορία έχει και άλλες χαζές λεπτομέρειες, part 2 ας το πούμε, κατά το οποίο εμφανίστηκα πρωί στη δουλειά του αγοριού μου (εμένα ήταν το αγόρι μου. Εκείνου ήμουν το κορίτσι του; Δεκαετία και βάλε πέρασε, και ακόμα δεν είμαι σίγουρη – είμαι όμως βέβαιη ότι ήταν τόσο πολύ το αγόρι μου που αυτομάτως το αν ήμουν το κορίτσι του περνούσε σε δεύτερη μοίρα) και τον ρώτησα: το ξανθό μαλλί σού αρέσει;
Αμέ, μου είπε, και την επόμενη φορά που με είδε το μαλλί ήταν, φυσικά, ξανθό. Μήπως και έτσι άλλαζε το γούρι και είχα καμιά ελπίδα παραπάνω.
Το μεγάλο στοίχημα ήταν οι άσπρες μπότες, και έτσι από μόνες τους ως οντότητες αλλά και συνδυασμένες με “αυτά τα λεοπάρ”, γιατί μπορεί τα animal prints να μου φαίνονταν από παλιά σαν το νέο μαύρο, όμως στους χώρους όπου προτιμούσα να κινούμαι το παλιό μαύρο είχε την ισχύ αξιώματος που δύσκολα το αμφισβητούσες. Για την άσπρη μπότα άκουγα σχόλια “μόνο ο Ross the Boss και εσύ” ή “μπορώ να σε λέω Bootsy Collins;” και όλα αυτά τη στιγμή που στο δικό μου μυαλό συντελείτο με αργές και σταθερές (τίποτα γρήγορο δεν εμπιστεύομαι) κινήσεις το θαύμα που με μεταμόρφωνε σε punk rock queen της ανατολοκής ακτής – έστω όχι αυτής που στέγαζε το CBGB’s αλλά του λεκανοπεδίου Αττικής. Φορούσα την άσπρη μπότα παντού, το πρωί στις μικροδουλειές της γειτονιάς, μετά στο γραφείο, το βράδυ σε μπαρ, πάρτυ και συναυλίες: αν ανοίξεις το σεντούκι των αντικειμένων που γλίτωσαν το πέταμα αλλά όχι τη φθορά θα τις δεις ακόμα εκεί, σε περίοπτη θέση, ακόμα μέσα στο κουτί τους, ταλαιπωρημένες και εύθραυστες να δεσπόζουν μεταξύ των υπόλοιπων παπουτσιών που αγαπήθηκαν λιγότερο γιατί δεν συμβόλισαν μια εποχή τόσο έντονα.
Κατά καιρούς οι μικρές στιλιστικές εμμονές με την Debbie Harry επανεμφανίζονται για να εμπνεύσουν (η επόμενη προσπάθεια στο μαλλί κρίθηκε περισσότερο επιτυχημένη, γιατί το κλειδί ήταν τελικά ο κομμωτής) και να προβληματίσουν (πώς κάνεις την παραχώρηση υπέρ της άνεσης στα sneakers ξέροντας ότι ΕΚΕΙΝΗ δεν θα τα φορούσε ποτέ;) ή να με οδηγήσουν και αλλού, δηλαδή στον Jeffrey Lee Pierce και την ιστορία του μικρού κομματιού χαρτί με το νούμερο βαφής που κουβαλούσε στην τσέπη του τζιν, γιατί τα μαλλιά του έπρεπε να είναι ίδια με τα δικά της χωρίς καμία παραχώρηση.
Βλέπω κατά καιρούς ότι δεν είμαι ο μοναδικός ζων οργανισμός για τον οποία το art direction της (ζωής της) Debbie Harry πυροδοτεί εξέλιξη, ή σηματοδοτεί πορείες. Να, τώρα, πριν λίγες μέρες στο Παρίσι, o Junya Watanabe ανέβασε στην πασαρέλα την πρότασή του για το ερχόμενο φθινόπωρο, μια σειρά debbies in extremis, τραβηγμένες σε σχεδόν γκροτέσκ άκρα, με peroxide, μαύρα, δέρμα και κόκκινο κραγιόν που είχε μουντουρωθεί όπως όταν τη ζεις τη βραδιά σου, μια μικρή ελεγεία σε εκείνη που, κατά δήλωσή του, “ήταν η καλύτερη καθώς μεγάλωνα”. Ο θαυμασμός του αγαπημένου μαθητευόμενου της Rei Kawakubo έρχεται σαν ένα ακόμα κύμα στη θάλασσα αγάπης που μια ζωή πνίγει την ιέρεια του rock ‘n roll class, μαζί με τη φωτογράφισή της από τον Noah Baumbach για το πρόσφατο W και το cameo της στην τηλεοπτική μεταφορά του High Fidelity, μια μικρή οπτική υπενθύμιση για να συνοδεύσει τα τραγούδια της που ακούστηκαν. Στο cameo της, ντυμένη με ένα μαύρο vinyl jumpsuit και περιφερόμενη στο σαλονάκι κραδαίνοντας ξέγνοιαστα ένα ποτήρι κρασί, συμβουλεύει την πρωταγωνίστρια να πάρει τηλέφωνο τους πρώην της για να μάθει, επιτέλους, τι δεν πήγε καλά στις σχέσεις που της έχουν αφήσει απωθημένα, μπας και απελευθερωθεί από το παρελθόν.
Ξέρει η Debbie από παρελθόν: ούτε το ξέχασε, ούτε το πρόδωσε ποτέ.