Αναδημοσιεύω αυτό από το popaganda, που έχω γράψει εγώ, επειδή είμαι τόσο και γαμώ. Αλλά, εδώ έχω και “βοηθητικές” φωτογραφίες.
Έκανα πριν κάτι μέρες ένα τεστ από αυτά τα online (που δεν μπορείς να τους αντισταθείς ειδικά όταν έχεις επείγουσα και απαιτητική δουλειά), για το “πόσο χίψτερ είστε”. Στο αποτέλεσμα, ο πιο επιτυχημένος όρος που έχω δει στo urban dictionary τελευταία: “λυπούμεθα, είστε lamestream“. Στην αρχή εξοργίστηκα (ΜΠΑ, ΑΠΟ ΠΟΤΕ ΟΙ NATIONAL ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΥΛ, ΓΙΕ ΠΕΙΤΕ, ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΑΝΤΗΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ), μετά ηρέμησα: Παιδιά σταθείτε, μπορεί απλώς να είμαι normcore. Και το normcore είναι η πιο καθησυχαστική τάση που έχει εμφανιστεί τελευταία.
Μετά από χρόνια επίμονης ταξινόμησης ημών των γενεών του lifestyle σε “φυλές” ανάλογα με ντύσιμο και λοιπές προτιμήσεις στην κατανάλωση ποπ κουλτούρας, ήρθε και μια meta-ταξινόμηση (γιατί πώς να το κάνουμε, ταξινόμηση είναι και αυτό – όλα είναι πια), για όλους τους κουρασμένους από τις μόδες, τις πασαρέλες, τις τάσεις, τα dos and dont’s, τα κομμάτια κλειδιά, τα editorials. To normcore είναι “ευκολότερο” και πιο αθώο από όσο υποψιάζεσαι διαβάζοντας όσα έγραψα παραπάνω: το να ντύνεσαι σαν να μην υπάρχουν τάσεις, statement κομμάτια και αναφορές στη μεγάλη δεξαμενή των “επιρροών” της μόδας, το να φοράς τα ρούχα με τρόπο “διεκπεραιωτικό”, απλώς επειδή πρέπει και κάτι να φορέσεις χωρίς το άγχος “να δηλώσεις τι είσαι” αποτελεί, ας μην κοροϊδευόμαστε, και αυτό μια νέα τάση – αλλά μια τάση ανακουφιστική. Τουλάχιστον τώρα, που είναι στην “αρχή” της, και άρα οι όποιες προθέσεις της μπορούν να γίνουν δεκτές ως “αγνές”.
Ένα τισερτάκι, ένα default νάιλον μπουφάν, ένα τζιν σαν του μπαμπά μας, ούτε skinny (συγγνώμη για την εικόνα που μόλις δημιούργησα στο μυαλό σου, τον μπαμπά σου με skinny jeans) ούτε hippie/καμπάνα/κάπρι/ξέρω και εγώ τι άλλο και ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια από εκείνα που ο μέσος αμερικανός φοράει για να κουρεύει το γκαζόν του – κανένα περίεργο αξεσουάρ, καμιά εκζήτηση και καμιά εκκεντρικότητα ως μέσο δήλωσης του ποιος είσαι/τι μουσική ακούς/σε ποιο subculture (πασχίζεις να) ανήκεις: Το normcore είναι ο θρίαμβος της πρακτικότητας υπέρ του στυλ και η επιστροφή του ρούχου στον αρχετυπικό σκοπό του. Που είναι, απλώς, να ντύνει. Να καλύπτει, δηλαδή, μια βασική ανάγκη. Βέβαια, σαν τη γλάστρα που ποτίζεται μαζί με τον βασιλικό, το normcore ανέλαβε αυτομάτως να παίξει και τον ρόλο μια αναζωογονητικής εναλλακτικής, ενός θορυβώδους “άπαράταμας” απέναντι στον υπερστιλιζαρισμένο χιπστερισμό, τα τατουάζ και τα μούσια του tumblr, την επιμελώς ατημέλητη vintage λαίλαπα, το geek chic που από καθόλου κουλ έγινε κουλ με προσεκτικούς χειρισμούς. Το normcore είναι ένα ξέγνοιαστο, ξεκούραστο “επιτέλους δεν με νοιάζει” όσων είχαν μπουχτίσει από τα τρεντς, απέναντι σε ό,τι είναι χιπ.
Ή τουλάχιστον, έτσι ξεκίνησε.
Γιατί, φυσικά, δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι η νέα τάση (είπαμε, τα πάντα είναι τάσεις και ταξινομήσεις – ναι, και όσα υποτίθεται πως δεν είναι) να αρχίσει να “αποκρυπτογραφείται” από περιοδικά, να αναλύεται στα εξ’ ων συνετέθη και να γίνεται αντικείμενο σημειολογίας – ακόμα και η Vogue έδειξε δίμετρα κορίτσια που προσεγγίζουν δειλά τον νέο κώδικα, μπορεί και με ρούχα πανάκριβα. Το khole.net, το portal που συνέλαβε και καθιέρωσε τον όρο αποδίδοντάς του την ιδιότητα “της απελευθέρωσης που εμπεριέχεται στο να συνειδητοποιεί κανείς πόσο ΕΛΑΧΙΣΤΑ μοναδικός είναι” ισχυρίζεται πως όλοι το έχουν πάρει λάθος, και το έχουν ερμηνεύσει με βάση και πάλι τη μόδα, ενώ το αρχικό νόημα ήταν ότι το normcore την αγνοεί. Στo Forbes γράφτηκε ένα κομμάτι για το πώς το normcore αποδυναμώνει τα brands: όταν ανακατεύεις μάρκες και υπογραφές, παλιές και καινούργιες, ακριβές και φτηνές, χωρίς να σε νοιάζει, σε ένα mix and match το οποίο δεν έχει κομμάτια-κλειδιά, γιατί όλα είναι εντελώς απλά, αφαιρείς από τη “φίρμα” την εξουσία της. Όταν δεν απορρίπτεις μεν τη υπογραφή, αλλά φοράς ό,τι πιο mainstream, χωρίς να επιλέγεις statement κομμάτια ή αξεσουάρ “γοήτρου”, είναι σαν να μη φοράς καμιά υπογραφή. Και αυτό μπλοκάρει τη βιομηχανία μόδας, και είναι μια μικρή, πολύ μικρή, ελάχιστη, το δέχομαι, ανάσα ανακούφισης.
Δεν αμφιβάλλω, φυσικά, ότι και αυτή την ελάχιστη ανακούφιση του να ντύνεται κανείς σαν τον μέσο άνθρωπο που περνά απαρατήρητος, χωρίς να έχει ανάγκη καμιά μόδα, την ακυρώνει η σχεδόν αυτόματη ανάγκη του ίντερνετ να αμφισβητεί με κυνισμό, να απομυθοποιεί, να υπερπροβάλλει και να “ερμηνεύει” τα πάντα, καταδικάζοντάς τα σε ελάχιστη διάρκεια ζωής – έλα, δεν είμαστε αφελείς παιδιά, το έχουμε ξαναδεί το έργο, και έχουμε μάθει να ζούμε με αυτό. Τουλάχιστον, μέχρι τα νέα editorial των περιοδικών, που θα φτιάχνουν normcore με κομμάτια πανάκριβα (και που μην αμφιβάλλετε, έρχονται), έχουμε λίγο χρόνο να το απολαύσουμε. Εγώ, προσωπικά, το να είναι αποδεκτό έστω και για μια στιγμή μέσα στον χρόνο, να μην κάνεις καμιά προσπάθεια να δείχνεις κουλ, το απολαμβάνω.
Photos: Lee Oliveira, Jason Lloyd Evans