Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Popaganda, αλλά (δυστυχώς και αυτό) είναι ακόμα επίκαιρο
“Χαίρομαι που δεν είμαι άσχημη για την ηλικία μου, αλλά έχω κάνει πλαστικές επεμβάσεις, δεν θα πω ψέματα: είχα βαρεθεί να δείχνω κουρασμένη ενώ δεν ήμουν. Σε ένα επίπεδο δεν μου αρέσει το ότι έπρεπε να παρέμβω στον εαυτό μου για να αισθανθώ καλύτερα, μακάρι να μη χρειαζόταν. Μακάρι να ήμουν πιο γενναία, αλλά είμαι αυτό που είμαι”
Jane Fonda
Είναι γνωστό ότι υπάρχουν δυο αντικρουόμενες οπτικές στα debates περί φεμινισμού και αισθητικής χειρουργικής/πλαστικών επεμβάσεων ή, για κάποιους πιο σκληροπυρηνικούς, ενασχόλησης της γυναίκας με την ομορφιά γενικότερα. Η πρώτη οπτική απορρίπτει τις αισθητικές παρεμβάσεις ως δρόμο ενδυνάμωσης με το επιχείρημα ότι, στην πραγματικότητα, κάτι που προέρχεται εξ’ ολοκλήρου από τις επιταγές της πατριαρχίας, απλώς δεν μπορεί να είναι ενδυναμωτικό – ότι ακόμα και αν εσύ νιώθεις τη “μη φυσική” ομορφιά ως empowerment αυτό δεν ισχύει, γιατί στην πραγματικότητα θες να είσαι “όμορφη και ποθητή” ακριβώς επειδή η αυταξία της ομορφιάς και των ανέφικτων standards που πασχίζεις να προσεγγίσεις φυτεύτηκαν μέσα σου (και μέσα σε όλες μας) από την πατριαρχική κοινωνία και τον παντοδύναμο καπιταλισμό που εκπορεύτηκε και γιγαντώθηκε από αυτήν.
Η δεύτερη οπτική συνδέει την αισθητική χειρουργική με την αυτοδιάθεση του σώματος που είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση – χοντρικά, ό,τι σου δίνει δύναμη και αυτοπεποίθηση, ό,τι είναι για εσένα empowerment (πολυσυζητημένος όρος) είναι δεκτό, και αυτό το αποφασίζεις εσύ και μόνο εσύ, με τον ίδιο τρόπο που αποφασίζεις με πόσους άντρες κάνεις σεξ ή πόσες “προκλητικές” φωτογραφίες θα ανεβάσεις στο instagram. Και ναι, αυτό μπορεί να είναι προσωπική επιλογή ακόμα και μέσα στην πατριαρχία όπου ζούμε επί αιώνες.
Και οι δύο οπτικές έχουν τους υποστηρικτές τους, τα επιχειρήματά τους και την αρθρογραφία τους, η μια θεωρία βρίσκει, φυσικά, προβλήματα και κενά στην άλλη θεωρία και αυτό το κείμενο θα μπορούσε να τελειώνει εδώ.
Αλλά θα το συνεχίσω.
Προσωπικά είμαι υπέρμαχος της δεύτερης οπτικής. απλούστατα επειδή αυτή η προσέγγιση είναι η λιγότερο επικριτική για τη γυναίκα και εκείνη που περισσότερο ρεαλιστικά τοποθετημένη στο σήμερα υπονομεύει το, παλιακό, και κυρίως μονόπλευρο κατ’ εμέ, ιδεώδες “φυσική ομορφιά, αναπαραγωγή, συμφιλίωση με τη φθορά κλπ κλπ” το οποίο, ως “η καθώς πρέπει επιλογή”, υπήρξε για πάρα πολλά χρόνια κυρίαρχο – και καταπιεστικό. Third wave, lipstick feminism και raunch culture, τα θεωρώ όλα αναγκαία βήματα στην εξέλιξη του φεμινισμού και στην πορεία προς την πλήρη απελευθέρωση της γυναίκας.
Αν κάποιον τον μπερδεύει ο φεμινισμός, θα μπορούσε και να τον έχει στο μυαλό του όπως έχει τα λόγια περί της ελευθερίας του λόγου που αποδόθηκαν στον Βολταίρο (αν και, κατά κάποιους, στην πραγματικότητα τα είπε η βιογράφος του Evelyn Beatrice Hall, η δηλαδή μια γυναίκα): “Διαφωνώ με όσα λες, αλλά θα υπερασπιστώ το δικαίωμά σου να τα λες”. Εσύ, λοιπόν, ακόμα και αν διαφωνείς με τον δικό μου φεμινισμό/το τι θεωρώ ενδυνάμωση/το τι αποτελεί για εμένα ελευθερία, σέβεσαι το ότι τα νιώθω, σέβεσαι την ενδυνάμωση και την ελευθερία μου. Είναι μονόδρομος το να τα σέβεσαι; Για εμένα ναι. Ακόμη και αν τα νιώθω μέσα στα όρια που μου θέτει η πατριαρχία; Για εμένα ναι. Όλοι εκεί μέσα γεννηθήκαμε, εκεί μέσα ανατραφήκαμε.
Με απλά (μην πω απλοϊκά) λόγια: εσύ θεωρείς ότι οι επιταγές της μόδας/η νόρμα ως προς την αντίληψη περί γυναικείας σεξουαλικότητας/η εμμονή στην εξωτερική εμφάνιση ως ενδυναμωτική αξία/τα πρότυπα που φτάνουν σε εμένα εδώ και χρόνια από τη σκληρή βιομηχανία (γιατί μια τέτοια βιομηχανία ήταν ανέκαθεν το θέαμα) και οι αισθητικές παρεμβάσεις είναι όλα όψεις – και όπλα – της πατριαρχίας. Θεωρείς, δηλαδή, ότι το να συμμερίζομαι, να εγκρίνω ή να υιοθετώ όλα τα παραπάνω δεν είναι αυτοδιάθεση, ούτε φεμινισμός. Θεωρείς, αντιθέτως, ότι είναι ζημιά για τον φεμινισμό. Μου λες, στην ουσία, ότι η πατριαρχία που έχω βιώσει με οδηγεί σε μια καρικατούρα με άλλοθι φεμινισμού, σε σιλικονάτα χείλη και στήθος, σε υπερπροβολή της σεξουαλικότητάς μου και αλλοίωση της “φυσικής” εμφάνισής μου. Eπιμένεις ότι αυτά δεν μπορεί να είναι απελευθέρωση. Εν ολίγοις μου λες “δεν ξέρεις εσύ” και “τι να κάνεις όμως, λογικό έτσι όπως μεγάλωσες”, και μου τo λες η μοναδική ίσως περίοδο της ιστορίας που αρχίζει να αχνοφέγγει εκ νέου κάποιο φως, που, ακόμη και με αρθογραφία σε κοριτσίστικα περιοδικά, αρχίζει να διαφαίνεται μια ελπίδα ότι ίσως κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον όλα τα ενδεχόμενα για τη γυναίκα να είναι ανοιχτά, και δεκτά. Mέσα σε αυτή τη συγκρατημένη αισιοδοξία, είναι αλαζονεία και τεμπελιά σκέψης η συγκαταβατική αντιμετώπιση και το να απορρίπτει κανείς επιλογές παραβλέποντας τους προσωπικούς λόγους και τα κίνητρα της κάθε γυναίκας ξεχωριστά και αποδίδοντάς τες με τρόπο απόλυτο στο male gaze (που δεν το αμφισβητεί κανείς ως έννοια αλλά που δεν αποτελεί και ερμηνευτική πανάκεια) και μάλιστα σε εποχές σύγχρονες, με εναλλασσόμενα και ρευστά δεδομένα. Ποιος θέτει πια με τόση σιγουριά τα όρια του αποδεκτού όταν το θέμα συζήτησης είναι το τι θεωρείται όμορφο, πράγμα που έχει αλλάξει πάμπολλες φορές μέσα στην πορεία των πολιτισμών; Όταν διανύουμε τις δεκαετίες που όταν μας ρωτούσαν πώς τις φανταζόμαστε, απαντούσαμε “θα έχουμε ιπτάμενα αμάξια/θα ερωτευόμαστε ρομπότ/θα γίνουμε cyborgs”; Κάποια πράγματα θα πρέπει να είναι λυμένα – όπως το ότι ο φεμινισμός είναι εδώ για να στηρίξει τις επιλογές της γυναίκας, ακόμα και αν αυτές δεν είναι προϊόν του φεμινισμού όπως τον φανταζόμασταν στα 70s, όπως μας τον δίδασκε η μάνα μας ή ακόμα και όπως τον εξασκούμε οι ίδιοι.
Ποιος μπορεί να αποφασίσει, πχ, πως μια διορθωτική επέμβαση μετά από εγκαύματα είναι θεμιτή, ενώ μια διορθωτική επέμβαση στο στήθος/το στόμα/τη μύτη/τα αφτιά μου που δεν μου αρέσουν δεν είναι; Γιατί το πρώτο είναι αποδεκτό (δεν περιμένει από εσένα κανείς να ζήσεις με παραμορφώσεις, όταν αυτές μπορούν να διορθωθούν), και το δεύτερο όχι; Απλώς και μόνο επειδή το δεύτερο κρίνεται ως ματαιοδοξία; Και γιατί να σταματήσουμε στις επεμβάσεις και να αφήσουμε έξω το κραγιόν, τη βαφή μαλλιών ή το βαρύ μέικ απ; Ποιος θέτει το continuum; Και αν όλα αυτά κρίνονται ως ματαιοδοξία και παρακάμψεις από τις αρχές του φεμινισμού, από ποιον κρίνονται; Από κάποιον άντρα, που, θεωρητικώς, είναι εκείνος που περισσότερο “ωφελήθηκε” από την πατριαρχία (και το στήθος της Pamela Anderson) και τώρα αποφασίζει ότι δεν τη θέλει και ότι προσβάλλει εσένα, πρωτίστως, ως γυναίκα; Από μια γυναίκα, που σπεύδει για το shaming της διπλανής της ενώ είναι η πρώτη που πρέπει να το αποφύγει;
Κάτι χρόνια πριν, όταν η “υπεράνω υποψίας” Gloria Steinem δήλωσε στον Guardian ότι βάφει τα μαλλιά της και έχει κάνει διορθωτική επέμβαση για τους κύκλους κάτω από τα μάτια της, το internet ξεσηκώθηκε, άρθρα περί υποκρισίας εμφανίστηκαν και συζητήσεις πυροδοτήθηκαν – εγώ επικεντρώθηκα στην ατάκα “φυσικά και προσέχω την εμφάνισή μου, προσπαθώ όσο γίνεται να μοιάζει το έξω μου με αυτό που έχω μέσα μου και το πώς αισθάνομαι- και αισθάνομαι ελεύθερη και χαρούμενη“. Δεν ξέρω ποιος μπορεί να κρίνει τον τρόπο με τον οποίον οι γυναίκες γύρω μας αντιστοιχούν την εμφάνισή τους με την αυτοπεποίθησή τους και το συναίσθημά τους, ξέρω όμως σίγουρα πως δεν θέλω να είμαι εγώ.
Μικρό αδιέξοδο: Εσένα αυτός είναι ο φεμινισμός σου, εμένα, όμως, όχι. Εσύ μπορείς να στηρίξεις ό,τι λες, όπως και εγώ. Ψάξε, διάβασε, ενημερώσου και έλα να διαφωνήσουμε, όμως μη μου κουνάς το δάχτυλο υποδεικνύοντάς μου τον “σωστό φεμινισμό”. Γιατί εκεί βρίσκεται, κατ’ εμέ, η παγίδα της πρώτης οπτικής: ότι κάποιος λέει σε κάποιον άλλον τι είναι σωστό και πρέπον να κάνει, ή να πιστεύει. Κάποιος λέει σε κάποιον άλλον ότι είναι θύμα, ακόμα και αν ο άλλος δεν αιθάνεται καθόλου έτσι. Κάποιος λέει σε κάποιον άλλον ότι εκείνος ξέρει καλύτερα. Κάποιος κουνάει το δάχτυλο σε κάποια γυναίκα, που κάνει επιλογές μέσα στην πατριαρχική κοινωνία στην οποία ανατράφηκε. Και αυτό ίσως να έφτασε η στιγμή που δεν είναι οκέι πια να το κάνεις.