για τι μιλάμε στα αλήθεια όταν μιλάμε για ρίγες

Σκέφτομαι μέρες το περιστατικό μπλούζα με κάθετες ρίγες το οποίο μέσα μου έχει και άλλη μια διάσταση – πιο προσωπική; πιο ψυχολογική; Σίγουρα πιο συνδεδεμένη με τη διαχείριση από μέρους μου της νέας πραγματικότητας που έχω κληθεί να αντιμετωπίσω.

Κατ’αρχάς, είχαμε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αφήσουμε τα άτομα που έρχονται καθημερινά αντιμέτωπα με τη χονδροφοβία να μιλήσουν και να ακουστούν, και ίσως να μας μάθουν και μερικά πράγματα ενώ σιωπούμε και ακούμε (… εγώ βέβαια γενικότερα πιστεύω πως αν σε μια δεδομένη στιγμή δεν έχεις να πεις κάτι που θα βοηθήσει στα αλήθεια τον σκοπό στον οποίον πιστεύεις, η σιωπή είναι προτιμότερη. Και ναι, τέτοια στιγμή μπορεί να έρθει, έτσι είναι η ζωή). Τι κάναμε αντί για αυτό; Βρήκαμε έναν τρόπο να στρέψουμε το θέμα στο μερικές φορές αδηφάγο Εγώ μας, με φωτογραφίες μας με παριζιάνικες μαρινιέρες που μας πηγαίνουν, ω πόσο μας πηγαίνουν! Όσο σε όλες τις γυναίκες βέβαια, γιατί όλες οι γυναίκες είναι όμορφες, αλλά δείτε λίγο τι ωραία η μαρινιέρα μου παιδιά! Ο πανταχού παρών ναρκισσισμός (που αν ήταν πάντα εδώ, απλώς περισσότερο αφανής, ή αν δημιουργήθηκε από το βήμα της κοινωνικής δικτύωσης είναι δύσκολο να πεις με σιγουριά, όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις κότας και αβγού) βρήκε την κερκόπορτα, που ανά περιπτώσεις και με το εφέ χιονοστιβάδας του Ηχείου Του Ίντερνετ μπορεί να μοιάζει και με πύλη, και διαχύθηκε παντού, με αδιαμφισβήτητα καλές προθέσεις που όμως πήραν τον προβολέα μακριά από τον πρωταγωνιστή του έργου: ήταν ένα έργο με βραχύβια θέαση, ένα momentum και μια ορατότητα που δεν χάθηκαν μεν, αλλά παραμερίστηκαν για λίγο από την κεντρική σκηνή προς backstage με ένα απαλό σπρώξιμο στην πλάτη.

Σχεδόν παράλληλα, μια γυναίκα που επιστρέφει στη δουλειά της μετά τον τοκετό και κρίνεται κατά πώς φαίνεται ως υπερβολικά glamorous, δέχεται τα παραδοσιακά πυρά του πού άφησε το παιδί και τού πώς γίνεται να φοράει αυτά τα τολμηρά ρούχα – αν κάποιος διαβάζοντας ως εδώ έχει μπερδευτεί, η απάντηση είναι πως μάλλον όχι, τελικά δεν μπορούμε να βγούμε κερδισμένες ούτε με περισσότερα ούτε με λιγότερα κιλά, τα σώματά μας είναι ακόμα εδώ για να κρίνονται μπαίνοντας, ερήμην ημών που ζούμε μέσα σε αυτά, μπροστά στον μεγεθυντικό φακό του εκάστοτε παρατηρητή. Στο μεταξύ, θυμάμαι να προβληματίζομαι με το λεγόμενο mom shaming όταν γέννησα και η ίδια και με πετύχαιναν οι ίδιοι μου οι φίλοι σε μπαρ (“καλά, και το μωρό πού το άφησες;!”) γεγονός που μάλλον επιβεβαιώνει ότι δέκα χρόνια τώρα, δεν άλλαξε τίποτα: η συζήτηση για τη μητρότητα γίνεται υπό τους ίδιους πάντα όρους που υπαγόρευσε η λίγο πατρίδα λίγο οικογένεια και το αγόρι μου νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας, σαν να μαθαίνουμε για αυτήν μέσω των εκπομπών της Ελένης Μενεγάκη (δείτε ένα οποιοδήποτε, random επεισόδιο και θα με καταλάβετε), σαν να πρόκειται για προορισμό ζωής και θεόσταλτη αποστολή, και όχι για μια επιλογή ανάμεσα σε άλλες (όπως η καριέρα, η εκούσια μοναξιά, η πολυγαμία, η childfree ζωή, έχετε διαβάσει κάπου για αυτές;).

Η ενασχόληση με το σώμα των αλλων μού είναι πλέον ακόμα πιο ξένη, και για έναν ακόμα λόγο: τη νέα πραγματικότητα που λέγαμε στην αρχή, τα δύο απανωτά λοκντάουν. Μα ΠΩΣ γίνεται να έχουν ακόμη τόση σημασία τα κιλά, οι επεμβάσεις, η ηλικία, το ντύσιμο των άλλων όταν έχουμε φάει τόσο πολύ στη μάπα τον εαυτό μας επί δύο χρόνια; Πώς γίνεται να μη βγήκαμε κάπως διαφορετικοί, κάπως πιο κουρασμένοι με όλα αυτά, μετά την τόσο αφύσικα συχνή επαφή με την ίδια μας την εικόνα, στην πρωτοφανή συνθήκη της παγκόσμιας καραντίνας; όταν εγώ ερχόμουν καθημερινά αντιμέτωπη με τη χειρότερη (πιο απεριποίητη σίγουρα) βερσιόν του εαυτού μου, όταν εγώ με μπούχτισα τόσο πολύ, πώς γίνεται τώρα να σταθώ επικριτικά απέναντι στο πώς δείχνει ένας ξένος; Πώς γίνεται τέλος πάντων πριν από κάθε τέτοιο σχόλιο να μην ακούω μέσα μου την ελεγκτική φωνούλα “μωρή, τι μιλάς, έχεις δει πώς είσαι;”;

Εσάς ρωτάω, σάμπως ξέρω;

Leave a Reply

Your email address will not be published.