Έχω επιχειρήσει ήδη να το εκφράσω, αλλά μπορεί να μην έχει γίνει απολύτως κατανοητός ο ρόλος του Γιώργου Λάνθιμου στην προσωπική μου αισθητική. Οι εικόνες του είναι σαν να επιβεβαιώνει κάποιος μια ομορφιά την ύπαρξη της οποίας υποψιαζόμουν από παιδάκι παρά την έλλειψη γνώσεων περί Τέχνης, αλλά δυσκολευόμουν να εκφράσω – ή ξερωγώ δίσταζα, γιατί ήταν μια οριακή, αντιδημοφιλής ομορφιά που κάποιοι θα την έλεγαν ακόμα και ασχήμια.
Περισσότερο ως διαίσθηση και μακριά από το οποιοδήποτε εικαστικό έρεισμα, αντιλαμβανόμουν ας πούμε ότι η λουτρόπολη με τις παρεμβατικές για την όψη της παραλίας πολυκατοικίες ακτινοβολεί μια μαγική γοητεία και ότι τα γλυκερά καλοκαίρια που περνούσα σε έναν οικισμό φτιαγμένο μόνο για διακοπές είναι μια πολυτέλεια, ακόμα και οι στιγμές που γκρινιάζεις στους φίλους σου ότι βαριέσαι, καθισμένη σε μια πολύ χρωματιστή ξαπλώστρα κάτω από πεύκα, λεπτομέρεια μιας παραλίας που αντί για ντουσιέρες έχει λάστιχα ποτίσματος, λεπτομέρεια μιας λουτρόπολης όπου η έξοδος είναι το μοναδικό θερινό σινεμά.
Οι εικονοποιία του ήρθε, λοιπόν, για να αποτελέσει την “απόδειξη” που χρειαζόμουν: απόδειξη ότι η χωρίς ιδιαίτερο λόγο χαρμολυπητερή, γλυκόπικρη διαμονή σε προορισμούς διακοπών με αυθαίρετα και κτήρια φτιαγμένα χωρίς καμιά αρχιτεκτονική (ή άλλη) συνέπεια, η ζωή σε μια πόλη με δόμηση τόσο αυθαίρετη που στο τέλος φτιάχνει μια εκ νέου εντελώς δική της αισθητική και η ραστώνη με τα παγωτά ξυλάκι, τον μεσημεριανό ύπνο και τα ηλιοβασιλέματα σε κάτι κακόμοιρες κούνιες που ταλαντεύονται στον αργό ρυθμό εισπνοής των πρώτων τσιγάρων, τα διαστήματα τέλος πάντων εκείνα που περιμένεις κάτι να συμβεί, τις ώρες που αποτελούν τον “ενδιάμεσο” χρόνο που σαν να μη στέκει μόνος του και την παρένθεση κανονικής ζωής, οι μέρες που αιωρείσαι αργά στην απραξία και την έλλειψη σκοπού σαν να κολυμπάς σε μέλι ή σαν να κάνεις δουλειές σε ένα διαμέρισμα-βωμό προσωρινότητας, είναι από μόνα τους όμορφα.
Πιστεύω σαν να λέμε ότι ο Λάνθιμος είναι ο βασιλιάς του in limbo.
Το editorial που έκανε για την ελληνική Vogue το ονόμασε Θάλασσα προφανώς επειδή, ακόμα και αν λείπει από όλες τις φωτογραφίες, η θάλασσα είναι σε όλες παρούσα: όχι η θάλασσα των νησιών, αλλά η θάλασσα της Αττικής, που έχει από πάνω της έναν ήλιο που δεν κωλώνει μπροστά σε τίποτα και δείχνει τα πάντα όπως είναι, αφήνοντάς τα εκτεθειμένα στην υποκειμενική άποψη του καθενός μας για το “σε πιο σημείο του continuum ωραιότητα-απέχθεια” τοποθετώνται.
Μερικές φορές, μάλλον για maximum effect, πηγαίνοντας στο εξοχικό τυχαίνει να παίξει το ραδιόφωνο ένα τραγούδι που άκουγα χαμηλά στο κασετόφωνο κάτι μεσημέρια με τους γονείς κοιμισμένους, τα παράθυρα κουφωμένα, τα τζιτζίκια μάχιμα και τη ζέστη κολλώδη, άλλες φορές τυχαίνει να παίξει ένα τραγούδι που χορεύαμε σε πάρτυ σε έναν κάποιο κήπο και άλλες ένα τραγούδι που ακουγόταν συχνά στη μοναδική καφετέρια, αρχές Σεπτεμβρίου με τις πρώτες βροχές και τα φούτερ, όταν (εν μέσω πανταχού παρούσας βαρεμάρας, μην ξεχνιόμαστε) αναρωτιόμασταν τι θα κάνουμε τη χειμερινή σεζόν με το κορίτσι που γνωρίσαμε: όπως καταλαβαίνετε, το να πηγαίνεις στο παλιό σου εξοχικό με τη μουσική επένδυση παλιού εξοχικού είναι το Μέγιστο Throwback, η καθοριστική δοκιμασία που κρίνει την ανάμνηση. Και ορκίζομαι η ανάμνηση ούτε μια φορά δεν ήταν άσχημη, ακόμα και αν ήταν μάταιη, μίζερη ή λυπητερή.