Η Ελίνα Δημητριάδη γράφει μια ελεγεία στην αγαπημένη της κολεξιόν
Λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, ο Italo Calvino αποφάσισε να γράψει πέντε ιστορίες για τις πέντε αισθήσεις. Χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του, το βιβλίο του «Κάτω από τον ιαγουάρο ήλιο» κυκλοφόρησε με τρεις ιστορίες εντέλει, μία για τη γεύση, μία για την ακοή και μία για την όσφρηση.
Λίγες ώρες μετά τον αιφνίδιο θάνατο της μητέρας του, ο Simon Porte Jacquemus αποφάσισε ότι θα γινόταν σχεδιαστής, θα έδινε στα ρούχα του το πατρικό όνομα της μητέρας του «Jacquemus» και θα σχεδίαζε έχοντας στο μυαλό το κορίτσι που κάποτε ήταν η μητέρα του.
Η σύνδεση μεταξύ αυτών των δύο έγινε στο μυαλό μου με αφορμή το τελευταίο εξώφυλλο της Vogue Ουκρανίας, στο οποίο το μοντέλο Taja Feistner φωτογραφίζεται με ρούχα από τη συλλογή Jacquemus Summer 2018, μιμούμενη τη στάση ενός αγάλματος μαύρου ιαγουάρου στο background.
Σιγά σιγά, όμως, και όσο περισσότερο το επεξεργαζόμουν, τόσο αυτή η σύνδεση άρχισε να βγάζει όλο και περισσότερο νόημα. Στο βιβλίο του Calvino, οι ήρωές του έχουν σε μόνιμη διέγερση τις αισθήσεις τους, ζευγάρια γεύονται και ερωτεύονται, πασχίζουν και καταβροχθίζουν, στόχος είναι ο πόθος, ο χρόνος υπολογίζεται με βάση τους ήχους που διαπερνάνε τους τοίχους και η οσμή είναι η δομή της ανθρώπινης ιστορίας. Στις συλλογές του Jacquemus, η πραγματικότητα δε διαφέρει και πολύ.
Μεγαλωμένος στη γαλλική επαρχία του Νότου, την Προβηγκία των Αισθήσεων, περιτριγυρισμένος από γλυκό φως, από τις μυρωδιές των εσπεριδοειδών, από τη ζεστή τερακότα και τα χρυσά στάχυα, ο Jacquemus έτρεχε ξυπόλυτος ανάμεσα στις μηλιές στο κτήμα των γονιών και των παππούδων του, πουλούσε λεβάντες στους τουρίστες που κατέφθαναν κάθε καλοκαίρι από το Παρίσι και τα βράδια έβλεπε τον πατέρα του να βγάζει τη φόρμα του αγρότη και να φοράει τις εντυπωσιακές μπότες του και να ανεβαίνει στη σκηνή με τη ροκ μπάντα του.
Η έμπνευση από τα ρούχα του δεν έρχεται από καμία underground σκηνή, δεν έχει να κάνει με τη νυχτερινή ζωή, το clubbing και το σκοτάδι. Ο Jacquemus έχει άλλες παραστάσεις και φαντάζεται την αρχή της άνοιξης και το καλοκαίρι και το φως, ονειρεύεται πορτοκάλια κολλημένα στα πέδιλα και κεράσια να κρέμονται από τα τακούνια, τα φορέματά και οι φούστες που σχεδιάζει έχουν πτυχώσεις σαν η γυναίκα που τα φοράει να έχει μόλις κυλιστεί στο γρασίδι και τα χρώματα των συλλογών του είναι τα χρώματα μιας νέας σοδειάς στη φάρμα των παιδικών του χρόνων, τόσο ζωντανά που μπορείς σχεδόν να τα μυρίσεις.
Ακόμα και οι πρώτες συλλογές του που είχαν πιο μινιμαλιστικά και «σκληρά» στοιχεία συνδυασμένα με μία παιδική αθωότητα, θα μπορούσαν να είναι μία αναφορά στα χέρια της μητέρας του, τα χέρια που ήταν τόσο ντελικάτα ώστε να μπορούν να ράβουν και να δημιουργούν ρούχα και κουρτίνες για να διακοσμεί το σπίτι, αλλά και άγρια σε σημεία, με ρόζους και γρατζουνιές από τη δουλειά στο κτήμα. Η γυναίκα Jacquemus, όπως έχει πει και ο ίδιος, είναι η γυναίκα που συνδυάζει και αγριάδα και ευαισθησία.
Συνεχίζοντας να αντλεί έμπνευση από τη Γαλλία, ο Jacquemus επισκέπτεται συχνά και τους καμβάδες των ζωγράφων Henri Matisse και Paul Cézanne . Ο Matisse χρησιμοποιούσε καθαρά και έντονα χρώματα που τα άπλωνε ατόφια πάνω στον καμβά, ενώ ο Cézanne είχε πιο ήπια παλέτα και πινελιά. Και οι δύο, όμως άφηναν τα χρώματα να ορίσουν αυτά τη δομή, τον χώρο και τον χρόνο μέσα στους πίνακές τους, όπως έκαναν και οι αισθήσεις στα διηγήματα του Calvino.
Τελευταία πηγή έμπνευσής του για την επόμενη χειμερινή του συλλογή είναι το Μαρόκο, όπου ταξιδεύει συχνά, διασχίζοντας τις χρωματιστές πόλεις και την έρημο με τη μηχανή του, τις αγορές που σφύζουν από φωνές και μυρωδιές, «Χίλια χρώματα φώτα και αρώματα, μέσ’ την άβυσσο χτίζουν τον παράδεισο» λέει ένα τραγούδι και προφανώς κάπως έτσι αποφάσισε να κάνει το χειμώνα μας λίγο πιο ζεστό.
Στο βίντεο “La Bomba” που δημιούργησε μαζί με τον σκηνοθέτη Gordon von Steiner, ο Jacquemus μας μεταφέρει σε ένα καλοκαίρι, προσπαθείς να καταλάβεις αν αυτό που ακούς είναι μαράκες ή τζιτζίκια, στο μυαλό σου φέρνεις τη γεύση που έχει η πρώτη δαγκωματιά από ένα ροδάκινο που έχεις πλύνει στη θάλασσα, μυρίζεις το δέρμα που έχει αφεθεί λίγο στον ήλιο και στο αλάτι και προσπαθείς να επεξεργαστείς όσα βλέπεις σε αυτό το βομβαρδιστικό μονοπλάνο που κρατάει σχεδόν δύο λεπτά, αλλά θα ήθελες να κρατήσει για πάντα.