Όπως με όλες τις αγάπες, έτσι και με το γράψιμο έρχεται η στιγμή της κρίσης στη σχέση, το “δεν φταις εσύ, εγώ φταίω/θέλω λίγο χρόνο/να κάνουμε ένα διάλειμμα/να μείνω λίγο μόνος” – σε ενοχλούν άμα τα ακούς, αλλά όταν τα λες ξέρεις ότι δεν είναι ψέματα. Όταν το γράψιμό σου είναι και κάπως μονοθεματικό, σχετικά, το πράγμα γίνεται πιο δύσκολο. Ας πούμε, όταν έγραφα για μουσική, εκλιπαρούσα να μου δώσουν ένα θέμα για μόδα. Μετά από πέντε χρόνια όμως που αυτό το site ασχολείται κυρίως με μόδα, εκλιπαρώ να μου δώσουν να γράψω κάτι για μαμάδες ξερωγώ.
Ντάξει, όχι. Όχι μάνες, παιδιά, όχι μάνες.
Τη φυσική κούραση της σχέσης, που ξεπερνιέται με προσπάθεια, ήρθε το καλοκαίρι να την κάνει μη αναστρέψιμη, γιατί όταν μιλάει η καθημερινότητα τα λέει συνήθως καλά, και χωρίς να επιδέχεται αρνήσεις και αμφισβητήσεις. Το δημοψήφισμα και οι σχέσεις που διέρρηξε, τα capital controls, οι άνθρωποι στο Αιγαίο, το να πρέπει να φτιάξεις ένα μπαρ, το καλοκαίρι που δεν θύμιζε καλοκαίρι, και το φθινόπωρο που όλες οι κρίσεις τριγύρω έγιναν ακόμα πιο μόνιμες. Αν η μόδα μέχρι τότε φαινόταν ένα ωραίο, ακίνδυνο χόμπι (… γιατί για εμάς αυτό ήταν, το έχουμε πει και ξαναπεί μέχρι να κουράσουμε), στο εξής έγινε κάτι μερικώς αδύνατο: είχαμε άλλα να ασχοληθούμε, σημαντικότερα, και όταν ο χρόνος μάς έφτανε για να πούμε και κανα δυο πράγματα περί μόδας, σχεδόν ντρεπόμαστε για το ρηχόν του αντικειμένου. Όχι ότι θα έπρεπε βέβαια, ποτέ δεν είναι καλές οι ενοχές. Αλλά συνέβαινε.
Επειδή δεν μπορούσε να την πληρώσει ο σχολιασμός εμφανίσεων στο page, γιατί ήταν η απόδραση από την καθημερινότητα (sic) και, βασικά, το διάλειμμα από το πονοκεφάλιασμα της δουλειάς και των καβγάδων που χώρισαν φίλους όπως γινόταν στα οικογενειακά τραπέζια στα 80s, και επειδή δεν μπορούσαν να την πληρώσουν τα ρούχα και τα αξεσουάρ που φτιάχνουν άνθρωποι στην Ελλάδα, γιατί τώρα είναι η στιγμή να τους στηρίξεις, μάντεψε: την πλήρωσαν οι κολεξιόν.
Αλλά κι αυτές, βρε παιδί μου. Δεν κάθονται ήσυχες.
Σαν να μην έχει καταλάβει και πολλά η παγκόσμια μόδα, μου φαίνεται – το ξέρουμε, ήταν πάντα ακριβό σπορ και για κάποιους σαν εμάς λειτουργεί ηδονοβλεπτικά, μετατρέπει σαν να λέμε έναν άνθρωπο που δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα στους γείτονες σε voyeur, αλλά τώρα σαν να το παρατράβηξε. Πόσες εβδομάδες μόδας είναι μονομανία, και ομφαλοσκοπική ενασχόληση με κάτι που ενδιαφέρει μια ελίτ; Κολεξιόν χειμερινές, καλοκαιρινές, ανοιξιάτικες, pre-fall, resort, αντρικές, γυναικείες και επιδείξεις που μοιάζουν να γίνονται συνέχεια, για να πουληθούν ρούχα σε ποιους; γιατί σίγουρα όχι σε εμάς.
Την υπερπληθώρα ρούχων, που φαίνεται πολύ εκτός πραγματικότητας, και ίσως πολύ φαντασμένη υπό τις συνθήκες, μπορείς να την παρακολουθείς όπως παρακολουθείς, ας πούμε, ένα ελαφρύ gossip site: μπαίνεις στο δεκαπεντάλεπτο διάλειμμα κατά το οποίο καθαρίζεις το κεφάλι σου για να επιστρέψεις στη δουλειά, στο διάλειμμα για τσιγάρο (στη σπάνια περίπτωση που επιτρέπεται ακόμα το κάπνισμα στο γραφείο), στο lunch break (τρομάρα μας), και χαζεύεις. Και μετά, τα πιο πολλά τα έχεις ξεχάσει. Ήταν ωραίο όσο τα χάζευες. Υπάρχει όμως σε αυτό κάποιο ελάχιστο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον;
Νομίζω όχι.
Τι νόημα έχει να γράψω ένα, έστω και ωραίο (γιατί επιστρατεύαμε φανταστικά πληκτρολόγια, Ελένη, Γιολίνα, Στέλλα) κείμενο για μια συλλογή, από, υπέροχα, σου λέω εγώ, ρούχα, όταν και να τα αγοράσω δεν μπορώ και θα έχουν αντικατασταθεί από τα επόμενα σε dt; Μήπως είχε πιο νόημα να ασχολούμαι με τη high street; Ναιναιναι δεν λέω, εκεί δεν κάνουν Τέχνη, αλλά σού επιτρέπουν την πρόβαση. Μήπως είναι πιο χρήσιμο; Μήπως, αλήθεια, δεν ζούμε σε εποχές πιο πρακτικές;
Δεν ξέρω, ρωτάω.
Χθες διάβασα ένα κείμενο της Sarah Mower στο Vice – η Sarah δεν είναι κανας τελευταίος τροχός της αμάξης από την Κυψέλη που έχει ένα σάιτ, είναι British Fashion Council’s Ambassador for Emerging Talent, υπ’ όψιν. Κατ’ αρχάς, συγκρίνει (με χαλαρή συνδεσούλα ε) τη μόδα με το ποδόσφαιρο (και έτσι ήδη έχουμε, στο μυαλό μου, έναν how cool are we δεσμό, χοχο), και συνεχίζει λέγοντας πως, πραγματικά, η μνήμη ακόμα και των μυημένων αδυνατεί να τα βγάλει πέρα με τόσα ρούχα και πως σε εποχές ύφεσης, όσο τα ρούχα των κολεξιόν είναι αμέτρητα και απλησίαστα, τόσο πιο μανιασμένα θα αντιγράφονται από τις αλυσίδες, σε μια καθεστηκυία συμφωνία με δύο μέρη: τον αμφιλεγόμενο “εκδημοκρατισμό” της μόδας και την κλοπή της όποιας πνευματικής ιδιοκτησίας. Καταλήγει, δε, στο πιο σημαντικό, ότι η τωρινή εποχή μπορεί να εκφραστεί κυρίως από νέους, ανεξάρτητους, πιο “προσβάσιμους” στα μεγάλα αγοραστικά κοινά σχεδιαστές, τους οποίους πρέπει να στηρίξουμε. Ε, εμείς το προσπαθούμε.
***** Τώρα που τα’παμε, ελάτε, μιλήστε ειλικρινά, όσο και να γράφω για μόδα, έξω θα μου λέτε για τη μάνα του Σούφγιαν ε; [λικνάκι γιατί click bait]
******Απλησίαστες-ξεαπλησίαστες, οι κολεξιόν που πάντα έχουν το moodboard τους στο μυαλό και το, εχμ, αξιακό μου σύστημα, είναι αυτές του Saint Laurent. Τίποτα πολύ πρωτότυπο, ούτε μου αρέσουν όλα. Αλλά κάποια, η Debbie θα τα φόραγε.
2 Comments