“Τίποτα δεν τελειώνει, η ζωή είναι κύκλοι”, “το τέλος είναι καλύτερα να έρχεται πριν τη φθορά”: ό,τι από τα δύο και να πιστεύεις, συνέβη στην επίδειξη με την οποία ο Jean Paul Gaultier αποχαιρέτησε τη μόδα – ας μην την πούμε “τελευταία”.
“Μια καριέρα 50 ετών”, θα διάβασες στους τίτλους, “ΤΙ 50 ΕΤΩΝ ΠΑΙΔΙΑ” θα σκέφτηκες από μέσα σου γιατί, λίγο να ασχολείσαι με τη μόδα, τον ήξερες από παλιά τον γεροδεμένο τύπο με τα πλατινέ κοντοκουρεμένα μαλλιά και το εντελώς γαλλικό χαμόγελο που έμοιαζε με πίνακα των Pierre et Gilles, και τον ήξερες ως enfant gâté και πρωτοπόρο, από τότε κιόλας που το να κάνεις πρωτοποριακά και εκκεντρικά πράγματα στην πασαρέλα δεν ήταν κάτι δεδομένο ή δουλεμένο εντός κοινωνικών μετασχηματισμών και εξέλιξης αλλά περισσότερο μια ξανάστροφη στη μούρη χωρίς προειδοποίηση.
Ήταν 1983 όταν η κολεξιόν που ονόμασε Homme Objet διέρρηξε το πρώτο κατεστημένο με ένα μικρό ηλεκτροσόκ πασαρέλας που, πριν (αλλά και σε αρμονία με) το τρίτο κύμα του φεμινισμού συνηγορούσε υπέρ της αντικειμενοποίησης του ανδρικού σώματος με εξώπλατες μαρινιέρες και φούστες και εξερευνούσε την ανδρική σεξουαλικότητα, έτη φωτός μακριά από τη μάτσο αρρενωπότητα που είχε συνηθίσει η βιομηχανία της μόδας. Ήταν 1984 όταν έδωσε άλλο σχήμα, ένα σχήμα που θα ήταν για πάντα εντελώς δικό του, και στην καθιερωμένη (έως κλισέ) γυναικεία σεξουαλικότητα μην αφήνοντας ήσυχη ούτε και τη γυναικεία σιλουέτα: ξεκίνησε μαλακά με βελούδινα κωνικά – και κωμικά για κάποιους – σουτιέν για να φτάσει σιγά σιγά στις σουπερηρωίδες με τους κορσέδες, κατακτώντας και κάνοντας συνώνυμο με το όνομά του ένα νέο είδος sexiness που βασίστηκε, ψιλοειρωνεύτηκε αλλά και υπερέβη την εικόνα που είχαν επιβάλει τα παραδοσιακά στάνταρντς ομορφιάς, με τις καμπύλες, τις στενές μέσες και το μεγάλο στήθος: αφού το θέλετε πάρτε το – αλλά με τους δικούς μου όρους.
Φυσικά, Gaultier δεν ήταν μόνο κορσέδες και φούστες σε αγόρια, αλλά και εντελώς φορέσιμα ρούχα που αγάπησαν το μπανάλ και το κλισέ, τους συμπεριφέρθηκαν τρυφερά και τα απογείωσαν: το αφελές αλλά ερωτικό ναυτάκι του Τσαρούχη που ήταν έτοιμο για κάτι πιο ποπ και από το ποπ το ίδιο, η ενθρόνιση της μαρινιέρας στον θρόνο της μόδας, η φαντασίωση της γυναίκας-αιλουροειδούς που πήρε σάρκα και οστά με πρακτικές ολόσωμες φόρμες και παντελόνια, το κλασικό ανδρικό powerdressing ως φετίχ, το σατέν ως επιλογή δυναμική αντί για κοριτσίστικη και ρομαντική, και φυσικά η haute couture που ανά περιπτώσεις, όπως πάντα η υψηλή ραπτική οφείλει, συνόρευε με τέχνη.
Η ναυτική ρίγα στην πολυτελή εκδοχή της, τα θρησκευτικά υπονούμενα που τόσο υπέροχα διασταυρώθηκαν με το camp και το κιτς (τα οποία από καμιά του σχεδόν επίδειξη δεν φαινόταν να λείπουν, έστω και σε μικρότερες δόσεις) τη στιγμή που έστειλε κλαίουσες Μαντόνες να περπατήσουν με τα ρούχα του και οι υπεργυναίκες του 2009, Μπαρμπαρέλες που ζουν μέσα στο Metropolis, ήταν στο μυαλό μου κάτι παραπάνω από στιγμές μόδας – ήταν ορόσημα προσωπικής αισθητικής.
Φυσικά, δεν θα ξεχάσω ούτε το στιγμιότυπο “τι παραγγέλνεις online – τι φτάνει σπίτι” σε French Couture Version με την Daisy Lowe να φοράει σε έναν πολυσύχναστο δρόμο του Παρισιού, μέρα μεσημέρι, τη σατέν τουαλέτα που είχαμε δει πάνω στην Dita Von Teese στο editorial: δεν ήταν καθόλου κακό αυτό που έφτασε σπίτι.
Γιατί, μήπως δεν με έχει στιγματίσει το “σακάκι και κατάσαρκα και σκέτο” από αυτή την εμφάνιση της Miley Cyrus;
Ή το tribute στην Grace Jones, με κατάμαυρο ανδρόγυνο 80s καταβολών και όλα τα σημεία κλειδιά της γκαρνταρόμπας της εμβληματικής τραγουδίστριας (κοφτερά ντεκολτέ, τονισμένοι ώμοι) το 2013;
Δεν ήταν τέχνη η λεπτοδουλειά αυτών των σχεδόν ζωγραφιστών “κοστουμιών” που έραψε για τη μεγάλη μούσα του;
Για το κλείσιμο (επιμένω να μην αποκαλώ την επίδειξη αυτή “τελευταία”, ο Φρόιντ θα είχε πολλά να πει επ’ αυτού, όχι κάτι που δεν ξέρω, ωστόσο) η μαρινιέρα, ως σημειολογικό σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης δημιουργικής ζωής, επέστρεψε στην πιο αθώα και αφαιρετική της σχεδίαση ως ευθεία σύνδεση με το παρελθόν, αφηγούμενη από μόνη της μια ολοκληρωμένη, πλούσια ιστορία.
Και οι πλούσιες ιστορίες είναι που δεν έχουν τελειωμό.