Μακάρι να ήταν αχρείαστο: Η Μαριάννα Βασιλείου γράφει με σαφήνεια για την ενδοοικογενειακή βία, το τι προβλέπεται από το νομικό πλαίσιο/τη δικαιοσύνη και με απλά λόγια για τα πρακτικά βήματα/το τι μπορεί να κάνει το θύμα.
Ο ελληνικός νόμος για την ενδοοικογενειακή βία 3500/2006 είναι απολύτως σαφής στο άρθρο 2, στο οποίο ορίζει ότι «η άσκηση βίας κάθε μορφής μεταξύ των μελών της οικογένειας απαγορεύεται». Αυτό σημαίνει ότι πράξεις όπως
η εξύβριση, η απειλή, ο εκβιασμός, ο βιασμός και η κατάχρηση σε ασέλγεια, η λεκτική και η ψυχολογική βία
είναι παράνομες πράξεις και διώκονται ποινικά.
Ένα άτομο που υφίσταται ενδοοικογενειακή βία μπορεί να υποβάλει έγκληση κατά του δράστη, είτε καλώντας την αστυνομία τη στιγμή του εγκλήματος είτε μεταβαίνοντας στο κοντινότερο Αστυνομικό Τμήμα εντός 48 ωρών από το συμβάν, ώστε ο δράστης να συλληφθεί και να δικαστεί με την διαδικασία του αυτοφώρου. Σε περίπτωση που η έγκληση υποβληθεί μετά το 48ωρο, ο δράστης δικάζεται σε μεταγενέστερο χρόνο. Ο Εισαγγελέας σε κάθε περίπτωση διερευνά την πιθανότητα διαμεσολάβησης μεταξύ του δράστη και του θύματος – αν το τελευταίο δεν την επιθυμεί, η ποινική διαδικασία προχωρά κανονικά. Εάν δεν επιθυμεί να υποβάλει έγκληση, μπορεί απλά να αιτηθεί από την αστυνομία να κάνει συστάσεις στο δράστη.
Ορισμένα ωστόσο εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας – και πιο συγκεκριμένα η σωματική βλάβη, η παράνομη βία και απειλή και η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας – διώκονται αυτεπάγγελτα, χωρίς δηλαδή να χρειάζεται να υποβάλει έγκληση το θύμα. Οι αστυνομικές αρχές υποχρεούνται να παραπέμψουν την υπόθεση στον Εισαγγελέα για να ασκηθεί ποινική δίωξη, εάν φυσικά υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής και δεν δικαιούνται σε καμία περίπτωση να «καλύψουν» το περιστατικό, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε παράβαση καθήκοντος. Με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης επιχειρεί να διευκολύνει το θύμα και δίνει την δυνατότητα σε κάθε τρίτο πρόσωπο που διαπιστώνει την ύπαρξη ενδοοικογενειακής βίας να καταγγείλει την τελευταία στις αρμόδιες αρχές.
Παράβαση καθήκοντος, αλλά και κατάχρηση εξουσίας, αποτελεί και κάθε τυχόν παράλειψη του αστυνομικού οργάνου να προστατέψει το θύμα (επί παραδείγματι, να φροντίσει για την ιατρική του περίθαλψη, αν υπάρχει τέτοια ανάγκη). Το ίδιο ισχύει και για κάθε ενέργειά του με την οποία επιρρίπτει ευθύνες στο θύμα (τύπου «κάτι θα του έκανες κι εσύ για να σε χτυπήσει») ή επιχειρεί να παρακάμψει τη νόμιμη διαδικασία προκειμένου να «συμφιλιώσει» δράστη και θύμα (τύπου «ας τον φέρουμε και αυτόν εδώ να τα βρείτε, είναι κρίμα να χαλάσετε το σπίτι σας»).
Κάτι που πάντα πρέπει να έχει πάντα στο μυαλό του ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας είναι το ότι η υποβολή έγκλησης και η άσκηση ποινικής δίωξης στο δράστη δεν αρκούν για να το προστατέψουν. Ένα ποινικό δικαστήριο επιβάλλει απλά την ανάλογη ποινή στο δράστη και δεν δικαιούται να διατάξει την απομάκρυνσή του από την οικογενειακή κατοικία ή να απαγορεύσει στο δράστη να πλησιάζει το θύμα. Αυτό προβλέπεται στο άρθρο 15 του ν. 3500/2006. Σύμφωνα με αυτό, το θύμα ενδοοικογενειακής βίας δικαιούται να απευθυνθεί στα πολιτικά δικαστήρια με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και να αιτηθεί την απομάκρυνση του θύτη από την κοινή στέγη, την απαγόρευση να πλησιάζει αυτό και το χώρο εργασίας του και γενικότερα να απαγορευτεί η οποιαδήποτε επαφή του θύτη με αυτό. Μπορεί επιπλέον να αιτηθεί από το ίδιο δικαστήριο να εκδοθεί προσωρινή διαταγή με το ίδιο περιεχόμενο ως την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως των ασφαλιστικών μέτρων. Το ίδιο μπορεί να ζητηθεί και για την προστασία των ανήλικων παιδιών, αν αυτά υπάρχουν. Στην ίδια αίτηση το θύμα δικαιούται να σωρεύσει και αίτημα παράδοσης της οικοσυσκευής που του ανήκει, καθώς και αίτημα ρύθμισης της επιμέλειας και της διατροφής τυχόν ανηλίκων παιδιών.
Τέλος το θύμα δικαιούται να αιτηθεί από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης , σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 3500/2006, η οποία μάλιστα δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 1.000 ευρώ, εκτός και αν το θύμα αιτηθεί μικρότερο ποσό.
Αν και η ενδοοικογενειακή βία είναι από τα πλέον κρυφά και δυσαπόδεικτα εγκλήματα, το θύμα πρέπει να έχει πάντα υπ’ όψιν του ότι η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και μοναδική, με αποτέλεσμα να χρήζει εξατομικευμένης προσέγγισης. Για τον λόγο αυτό, καλό είναι να αναζητήσει δικηγόρο, ακόμα και αν δεν επιθυμεί να κινηθεί άμεσα νομικά, ώστε να λάβει τη δέουσα εξατομικευμένη ενημέρωση, πριν προβεί στην οποιαδήποτε ενέργεια.
Κλείνοντας, είναι αλήθεια ότι και οι άντρες μπορούν να είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας – ωστόσο τα περιστατικά κακοποίησης ανδρών από γυναίκες είναι απειροελάχιστα σε σχέση με αυτά της κακοποίησης γυναικών από άνδρες. Εστιάζοντας λοιπόν σε αυτή την όψη του εγκλήματος, πρέπει να τονιστεί ότι ποτέ κανένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας δεν φταίει και δεν αξίζει τη βία που υφίσταται. Το πρόβλημα είναι του δράστη και μόνο.
Προσοχή στις λεπτομέρειες: