Οι φωτογραφίες του Joel Meyerowitz με την απεικόνιση ενός αδέξιου πνεύματος Χριστουγέννων ήταν ό,τι έπρεπε και για αυτές τις γιορτές, τις πρώτες σε ολόκληρη την ανθρωπότητα με τόσο μηδενική αίγλη, αλλά και για τη χειρότερη περίοδο του έτους ανεξαρτήτως εκτάκτων συνθηκών: αυτή κατά την οποία αργίες και εορτασμοί έχουν τελειώσει όμως δέντρα, φωτάκια και στολίδια παραμένουν ως έχουν μέχρι να μαραζώσουν και να δεήσει κάποιος ευσπλαχνικός άνθρωπος να τα αποθηκεύσει σε κούτες δίνοντας τέλος στη μιζέρια τους. Τουλάχιστον στη δική μου. Σίγουρο αυτό.
Φυσικά, για ανθρώπους που έλκονται από το ξέφτισμα και την παρακμή όπως οι υψοφοβικοί από τον ίλιγγο, ποτέ δεν είναι τόσο απλό το βαρύ φτερούγισμα στον θώρακα που προκαλούν τα ξεφούσκωτα σωσίβια στα περίπτερα τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου ή τα σβηστά φώτα σε σχήμα έλατου στους δρόμους της πόλης κατά τις 10 Ιανουαρίου. Γιατί το πρόβλημα – από αυτά που καμιά φορά πρέπει αμήχανα να ομολογήσεις στον ψυχολόγο – είναι ότι κάπου σου αρέσει κιόλας, πράγμα που έχει εξηγήσει πολλάκις τα μονοπάτια της ζωής σου μεγαλώνοντας.
Ο Meyerowitz ήταν από τους πρώτους που επέμεινε στην έγχρωμη φωτογραφία όταν τέχνη θεωρείτο μόνο η ασπρόμαυρη, ίσως γιατί τη θεωρούσαν πιο ατμοσφαιρική και λιγότερο bubbly (εκεί στις αρχές των 60s το χρώμα συνειρμικά συνδεόταν με τη διαφήμιση, με μια απροβλημάτιστη εμπορικότητα, ας πούμε). Μέγα λάθος, οι έγχρωμες φωτογραφίες του πρώην διαφημιστή από το Μπρονξ που το 1962 έλυσε τη γραβάτα του και την αντικατέστησε με μια κάμερα στον λαιμό του είναι από μόνες τους σκυφτές και βαριές σαν ολόκληρες ιστορίες που τις κουβαλάς στον ώμο – έστω ρεπεράζ ιστοριών που είναι αποφασισμένες να ειπωθούν. Τις λήψεις τις κυνήγησε σε μέρη όπου ευδοκιμεί το παράδοξο της ομορφιάς που αρχίζει και πλάθεται μόνη της μέσα στην ασχήμια και σε πείσμα της, ένα παράδοξο που δεν έχει αντικειμενική ισχύ αλλά όσοι το ζουν ξέρουν για τι μιλάω.
Έχετε παρατηρήσει που σε αυτή την καραντίνα ελάχιστοι, μην πω κανείς, δεν μιλάνε για το πόσο η απομόνωση είναι μια ευκαιρία να βρούμε τον εαυτό μας, να ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας, να αναθεωρήσουμε τις προτεραιότητές μας, να επανεκτιμήσουμε πράγματα, να ασχοληθούμε με το self care, το self improvement και γενικά με την έννοια-κλειδί που είναι Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΑΣ; Είναι επειδή σε αυτήν την καραντίνα ξέρουμε ότι ο χρόνος δεν επαρκεί για πολλή θεωρία, ίσως η πράξη να είναι καλύτερη, ακόμα και όταν ξέρεις από την αρχή ότι πρόκειται σίγουρα να σου βγει λάθος. Μπορεί ας πούμε να μην είναι ώρα για να ξεκολλάς σιγά σιγά και μαλακά το χάνζαπλαστ για να μην πονέσεις, μπορεί να είναι ώρα να προκρίνεις το ξαφνικό ξεκόλλημα.
Το οποίο, όσο αφήνεις τα στολίδια κρεμασμένα στην ψευδή αχλύ ενός ρεβεγιόν που ο κόσμος του έχει πια σπάσει, μετατίθεται για αργότερα. Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ.