Κατά τις περιόδους εκείνες που αν γινόταν να πεθάνει κανείς από αηδία θα είχες ήδη ζητήσει να χαράξουν την ταφόπλακά σου, αυτό που σε σώζει είναι η (ψευδ)αίσθηση ότι με μερικούς ανθρώπους είστε, εκλεκτικώς, συγγενείς, επειδή σας αρέσουν τα ίδια πράγματα: ένα βιβλίο, ένα ποίημα, ένα τραγούδι, μια ταινία, μια πόλη, ένα μπαρ, ένας στίχος (and our parents’ bedrooms, and the bedrooms of our friends), και, εσχάτως, μια σειρά – εσχάτως, δηλαδή από τότε που οι σειρές έπαψαν να καθορίζουν μόνο τη σχέση μας με την ποπ κουλτούρα και άρχισαν να είναι πολλά περισσότερα. Ή, ξέρω γω τέλος πάντων, εμένα μου συνέβη αυτό.
Δεν μπορώ να δεχτώ ότι δεν έχω κοινά με κάποιον που βλέπει Horace and Pete, λόγου χάρη.
Σε αυτή την κατηγορία, αν και με ροπή στην ελαφρότητα που την τιμώ και την αγαπώ ως εαυτόν, έχω και το Vinyl. Δεν μου λέει αλήθειες περί ζωής, αλλά καμιά φορά δεν θέλω να μάθω αλήθειες περί ζωής, θέλω να κυλήσει γρήγορα η ζωή, όπως τα τρία πρώτα ποτά (για άλλους τα δέκα), τα τρία πρώτα χιλιόμετρα όταν τρέχεις (για άλλους τα δέκα), οι τρεις πρώτες μέρες των διακοπών (βασικά όλες οι μέρες των διακοπών), οι πρώτες τρεις ώρες κεφιού μετά την κόκα (ελπίζω, δηλαδή, να είναι τρεις τουλάχιστον – την κόκα την έβαλα για να μπω στο κλίμα της σειράς). Θέλω το πράγμα να ρολάρει, να κάνω ένα fast forward τρεις, πέντε, δέκα μήνες μπροστά όπου όλα θα είναι καλύτερα, ή έστω, διαφορετικά, να φτάσει η στιγμή όπου θα ζούμε κάτι άλλο, να ξεκολλήσουμε λίγο από το τέλμα του χρόνου που όταν το πράγμα είναι άσχημο, ή μέτριο, δεν περνάει ποτέ. Και στο ροκενρόλ σύμπαν των 70s, στο σύμπαν τής σειράς πάντως σίγουρα, όλα προχωράνε φουλαριστά: οι μόδες, ο ρυθμός διαδοχής του πρώην σταρ από τον επόμενο, η εναλλαγή των επαγγελματικών ραντεβού στις δισκογραφικές, οι μπάντες που ανεβαίνουν η μια μετά την άλλη στη σκηνή, το τι είναι κουλ και τι ανκούλ.
Προφανώς, σκέφτομαι πολύ τον χρόνο τελευταία.
Εκείνο που πιο πολύ από όλα με έχει συναρπάσει, το αγαπημένο μου subplot σαν να λέμε, είναι η ιστορία της Devon Finestra, ένα μικρό υπο-saga Αυτή η Νύχτα Μένει. Σε ένα στόρι τοποθετημένο καταμεσής στα αμαρτωλά 70s όπου ανθούν ένα εκατομμύριο είδη μουσικής που καθόρισαν κρίσιμες αισθητικές και αυτές τις μεταξύ μας συγγένειες που σας έλεγα, το πιο συγκινητικό από όλα είναι αυτή η γυναίκα που, σχεδόν όπως και στην Στέλλα της ταινίας του Νίκου Παναγιωτόπουλου, της λείπει το ταξίδι. Ήταν γρήγορο για την Devon το πέρασμα από το party girl στην, επιθετικά συζυγική σύζυγο που ζει στο Κονέκτικατ: δεν κατάλαβε πώς έγινε η μετάβαση, σε ποια ακριβώς στιγμή αποφασίστηκε αυτό το βάπτισμα, και τώρα δεν ξέρει τι της πάει πιο πολύ, υποψιάζεται όμως πως μπορεί και να μην είναι η κατάσταση “συζυγική σύζυγος”. Η Devon πνίγεται στους τέσσερις τοίχους, σε μια χρονική στιγμή που έξω από αυτούς γίνεται Η Επανάσταση. Και ίδιον της Επανάστασης είναι να κάνει τους τοίχους ακόμα πιο πνιγηρούς.
Δεν ξέρω προς τα πού θα την στείλουν την Devon στα επόμενα επεισόδια, γιατί ο Bobby Cannavale και η πληθωρικότητά του δεν σου αφήνουν πολλά περιθώρια (είναι δύσκολο να πάρεις τα μάτια σου από του), αλλά το σημείο από όπου την ξεκινάνε, ένα κορίτσι του Factory που κάποτε ήταν πολύ εντός και τώρα, εντελώς εκτός, βλέπει την ιστορία του ροκ να γράφεται μέσα από το παράθυρο μιας κουζίνας, είναι το πιο ενδιαφέρον πράγμα – ακόμα και ο τρόπος που το ζευγάρι αυτό μοιάζει αταίριαστο, είναι ρεαλιστικός: από τη μια ένας άντρας που, από την αρχή, ήταν loud και με ταμπεραμέντο διόλου διακριτικό αλλά που δεν του χρειάστηκε να χαμηλώσει τους τόνους, γιατί οι άντρες έτσι προχωρούν, από την άλλη μια γυναίκα φινετσάτη και ήσυχη, που κανείς δεν ξέρει αν ήθελε στα αλήθεια να εξελιχθεί σε φινετσάτη και ήσυχη ή πώς θα ήταν αν δεν ζούσε ως καλοζωισμένη κυρία των προαστίων, και ανάμεσά τους ένας δεσμός που ξεκίνησε από τρελός έρωτας, από αυτούς που σε στέλνουν για σεξ στις τουαλέτες, ήλπισε ότι θα γινόταν κάτι άλλο, κάτι εναλλακτικό, και φυσικά, όπως τα πάντα, υποχώρησε στις πιέσεις ετών και καθημερινότητας.
Τέλος πάντων, δείτε το.
Αυτά τα πόστερς είναι keyart για το Vinyl, υπέροχo artwork. Ε;
1 Comment