Αυτά τα “αν δεν μπορείς να μείνεις μέσα, ίσως δεν μπορείς να μείνεις με τον εαυτό σου” στο μυαλό μου είναι ίδια με το “η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες”: καμία ευκαιρία δεν δημιούργησε η κρίση, ό,τι καταφέραμε, αν καταφέραμε κάτι, έγινε ΠΑΡΑ την κρίση. Αντιστοίχως, το να δυσκολεύεται κανείς λιγότερο ή περισσότερο να μείνει μέσα, συμβαίνει επειδή ο εγκλεισμός δεν είναι φυσιολογικός, και όχι η σχέση μας με τον εαυτό μας.
Όχι ότι έκανα καμιά ενδοσκόπηση, αλλά το πρώτο που με απασχόλησε ήταν όπως πάντα ο χρόνος, που από τη μια μου φαίνεται άπλετος, από την άλλη ότι μου φεύγει αναξιοποίητος. Τη μία σκέφτομαι ότι οι τρεις εβδομάδες κύλησαν παραδόξως νεράκι, την άλλη ότι όταν βγούμε από εδώ μέσα θα έχουμε γεράσει, θα βλέπουμε στον καθρέπτη αληθινές, χειροπιαστές σωματικές αλλαγές. Ξεκίνησα με στόχο να αξιοποιήσω το γεγονός ότι δεν δουλεύω για να διαβάσω βιβλία και διαπίστωσα ότι δεν έχω την παραμικρή συγκέντρωση, τη στιγμή που το καλοκαίρι διάβαζα το ένα μετά το άλλο χωρίς να παίρνω ανάσα: με έπιανα κολλημένη στην ίδια σελίδα, να ανεβοκατεβαίνω την ίδια παράγραφο που απλωνόταν σε ακατανόητα τυπογραφικά. Ταυτόχρονα όμως, παρατηρώ ότι καταναλώνω ταχύτατα τα άρθρα που σχετίζονται με την πανδημία: στατιστική, tactics χωρών, επιστημονικές διαφωνίες, pop culture προσεγγίσεις, με ενδιαφέρουν όλα. Ίσως λοιπόν δεν είναι θέμα συγκέντρωσης. Προφανώς, προέχει της λογοτεχνίας η αγωνία, η ανάγκη εκλογίκευσης της παγκόσμιας κρίσης ή το ότι όλα τα info junkies του δίνουν και καταλαβαίνει όταν οι στιγμές που βιώνονται είναι τέτοιου μεγέθους.
Με τα βιβλία μπορεί να μην μου βγήκε, αλλά με αυτό που το lifestyle εσχάτως ορίζει ως self-care, παραδόξως τα πάω κάπως καλύτερα: όσα χρόνια γυμνάζομαι, χωρίς υπερβολή, δεν υπήρξε ποτέ, σε όποια φάση ζωής και να με πετύχαινες, ούτε μια μέρα που να ξυπνήσω και να μη θελήσω να αποφύγω την άσκηση κάνοντας κάτι άλλο, ο-τι-δή-πο-τε: να πάω για μικροδουλειές που έπειθα τον εαυτό μου ότι επείγουν, να χαζέψω στον υπολογιστή, να κάνω ανούσιες βόλτες στα μαγαζιά χωρίς να αγοράσω τίποτα, τέτοια. Και ξάφνου, η λίγη ώρα άθλησης έχει αναχθεί περίπου στο σταθερό μου ραντεβού με την ισορροπία και τη λογική, και είναι, μέχρι τώρα (… και χωρίς να διαφαίνονται αλλαγές στο άμεσο μέλλον), η καλύτερη στιγμή της ημέρας.
Από ανθρώπους δεν μου έχει λείψει κανένας (η πολυκοσμία, αντίθετα, ως context και πλαίσιο κίνησης, πάρα πολύ) αλλά αυτό για τον εαυτό μου το ήξερα, δεν περίμενα καμιά καραντίνα – σύμφωνα με τη θεωρία μου, τις επίπονες ελλείψεις τις πέρασα πιο παλιά, γιατί οι πρώτες ελλείψεις είναι εκείνες που έχουν τη δύναμη να γίνουν επίπονες. Επιπλέον, τώρα που κανείς δεν πηγαίνει πουθενά, δεν υπάρχουν “εκεί έξω” ευκαιρίες που χάνεις ή/και ζωή ανεκμετάλλευτη. Το fomo, νεολογισμός που πολύ επιτυχημένα εισήχθη στο μοντέρνο λεξιλόγιο των digital 00s για να περιγράψει μια εξίσου μοντέρνα και αθώα μίνι νεύρωση των κοινωνικών ανθρώπων (ή εκείνων που τους αρέσει να είναι έξω, χωρίς απαραιτήτως να είναι πολύ κοινωνικοί) έχει προσωρινά μπει στον πάγο και η ολική απραξία είναι πλέον νόρμα: σαν να έγινε πραγματικότητα με τον χειρότερο τρόπο η ευχή κάποιου (σλάκερ Gen Xer, μπορεί) να κάθεται όλη μέρα στον καναπέ χωρίς να κάνει τίποτα. Σίγουρα δεν ήταν η δική μου ευχή, αλλά πιάνω τον εαυτό μου να νιώθει μια ανακούφιση που υπάρχει ως μαζική δικαιολογία.
Εκεί που ξεμπέρδεψα με το fomo, που στην προ καραντίνας ζωή με ταλάνιζε, εμφανίστηκαν οι online παραστάσεις, μοναδική και άχαστη ευκαιρία για εμένα λόγω του χρόνιου bug in the system που με κάνει να κοιμάμαι αυτομάτως με το που χαμηλώνουν τα φώτα στην αίθουσα (χάνω από τέταρτο ως μισάωρο κάθε φορά, και, εννοείται, πάντα προνοώ να μην κλείνω μπροστινές θέσεις στα θέατρα). Τώρα με απασχολεί (όχι πολύ, όσο χρειάζεται έτσι για να με απασχολεί ΚΑΤΙ) μήπως δεν προλάβω να τις δω όλες, οπότε έφτιαξα κανονικό ημερήσιο πρόγραμμα – με τον ύπνο στον καναπέ να προβλέπεται στο scheduling. Παράπλευρη, και σχετικά απροσδόκητη, συνέπεια της έκθεσης σε τόσο δρώμενο μετά από τόσον καιρό, είναι ότι έχω σιχτιρίσει που περνάει ο καιρός χωρίς να έχω υπάρξει μια φορά πάνω σε μια σκηνή για να απαγγείλω ένα μεγαλειώδες, μεγαλύτερο από εμάς και τον θάνατο, κείμενο. Σε τέτοιες ακραίες συνθήκες γίνονται οι στροφές σε καριέρες και ζωές, τι νομίζετε.
Λίγες μέρες πριν τον εγκλεισμό έκανα μια ωραιότατη και κυριολεκτικά άσκοπη μετακίνηση σε mall (mall, πολύ ψηλά στη λίστα “μέρη που μου παρέχουν ασφάλεια μητρικής αγκαλιάς” – το έχω σημειώσει ως θέμα προς συζήτηση αν ποτέ κάνω ψυχανάλυση, αλλά από μόνη μου το αποδίδω στο ότι το εμπορικό κέντρο είναι ένα κέρας της Αμάλθειας με, συνήθως, ωραία καθησυχαστική μυρωδιά). Στη βιτρίνα ενός κουλ βιβλιοπωλείουπαύλαγκαλερί είδα κορνιζαρισμένες κάτι φωτογραφίες που τις ζήλεψα – είναι ακριβώς η αισθητική που θα επεδίωκα αν ασχολιόμουν με διαφράγματα και φακούς. Επιπλέον, πισίνες και μαγιό;! Ευχαριστώ, θα πάρω. Μακάρι να θυμόμουν με κάποια άλλη αφορμή την Elena Iv-Skaya και τα set designs που δημιουργεί η ίδια για να φωτογραφίσει τα μοντέλα της, αλλά της έλαχε να την ανακαλέσω τώρα. Τώρα που, με τις πιτζάμες και μαλλιά πιασμένα, δεν μπορώ να προσπεράσω το ότι μπήκαμε με μπουφάν και θα βγούμε με μαγιό, βλέποντας από την μπαλκονόπορτα τη νύχτα να μικραίνει και τα δέντρα να ανθίζουν.
Θα περάσουμε, λογικά, διάφορα φεγγάρια, υποφερτά και λιγότερο υποφερτά, φάσεις κατά τις οποίες θα βαριόμαστε και θα ξε-βαριόμαστε ή θα φρικάρουμε και θα ξε-φρικάρουμε (σε στοίχημα με τον εαυτό μου τη δική μου φρίκη την τοποθετώ εκεί γύρω στον μήνα), αμήχανες καταστάσεις τις οποίες θα κληθούμε να διαχειριστούμε κάνοντας ο καθένας τα κουμάντα του με ό,τι απόθεμα έχει και όπως μπορεί, θα είμαστε, κατά πώς φαίνεται, και πολλές ώρες online. Ε, εκεί online ας έχει και λίγα διαλείμματα ενθαρρυντικής ομορφιάς.
**** Τη σειρά φωτογραφιών η καλλιτέχνης ονόμασε Dreamer Pool.
Η Elena είναι αυτή, χαρούμενος άνθρωπος φαίνεται: