Η περίπτωση του Γιώργου Λάνθιμου μου φαινόταν ενδιαφέρουσα από τότε που είδα την Κινέτα στην αίθουσα του Nixon, ήταν μια ταινία στοιχειωτική, που νομίζω πότισε σαν υγρό που αφήνει επίμονο λεκέ τα στομάχια όσων έκαναν διακοπές σε θέρετρα και λουτροπόλεις που τις αγαπούσαν και τις μισούσαν την ίδια στιγμή, επειδή μέσα σε μια σεζόν τους γοήτευε και τους τρόμαζε την ίδια στιγμή, σαν άβολο rollercoaster. Εγώ έκανα διακοπές στην Κινέτα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, πράγμα που σημαίνει ότι θα έπρεπε να είμαι συναισθηματικά δεμένη με το μέρος, και όμως, πέρασα περιόδους που ήθελα να πουλήσω αυτό το σπίτι και όλα τα παρελκόμενα και με κατέθλιβε όσο τίποτα να περνάω από την εθνική στο ύψος του πεντηκοστού έκτου, από όπου μπορούσα να δω το μπαλκόνι μου. Φυσικά, ο Λάνθιμος διάλεξε να τη γυρίσει εκτός καλοκαιρινής σεζόν, επειδή τα θέρετρα και οι λουτροπόλεις όταν συννεφιάζει είναι από μόνα τους σιωπηλά, ερήμην στιλιζαρισμένα και καμιά φορά ανυπόφορα.
Ή και γαμώ.
Από αυτή την άποψη, μπορώ να πω ότι ο σκηνοθέτης με κατάλαβε.
Στα πλάνα της Κινέτας όλα είναι οικεία, όχι μόνο σε όσους περνούσαμε εκεί ένα τρίμηνο διακοπών (και, επειδή οι αποστάσεις είναι μικρές, κάθε γωνίτσα είναι μάρτυρας μιας προσωπικής δράσης), αλλά και σε όσους είχαν εξοχικά στα 80s: οι χωματόδρομοι, τα εμπριμέ πλακάκια μπάνιου, τα λυόμενα, οι άδειες πισίνες των ξενοδοχείων με τα πρωτοβρόχια, οι εθνικές οδοί, οι πρασινάδες που φύτρωναν ανάμεσα στα τσιμέντα, οι πολυκατοικίες με τα ενοικιαζόμενα που το καλοκαίρι ξεφαντώνουν και τον χειμώνα παραπαίουν, οι καημένες οι παραλίες που θέλουν τόσο πολύ να είναι high end αλλά είναι κάτι αξιολύπητο, ηττημένο και, μεταξύ μας, για αυτό πολυαγαπημένο – αλλά και η μιζέρια της σχολικής χρονιάς που την παίρνει με τη μία το κύμα και οι ζέστες του Ιουνίου. Η χαρμολύπη, γενικώς (προσπάθησα να αποφύγω τη λέξη).
Ο Λάνθιμος, επειδή δεν είναι ένας auteur που ζει για την τέχνη του σνομπάροντας τα “ευτελή”, έκανε μια φωτογράφιση μαγιό (… καλοκαιρινή, δηλαδή, και με όσο δυσλειτουργικό art direction χρειάζεται το καλοκαίρι για εμένα κάποιους από εμάς) την Taylor Hill για το τεύχος Fashion and Film, του περιοδικού V. Η φωτογράφιση έγινε σε ένα σπίτι, στην αγγλική εξοχή, αλλά μα την Παναγία μερικά φωτιστικά και όλα τα έπιπλα με το ανοιχτόχρωμο σουηδικό ξύλο, έχουν ευθεία σύνδεση με το art direction του εξοχικού όπου πέρασα μια χαρούμενη, αλλά φυ.σι.κά. ψυχοβγαλτική, εφηβεία. Στο κονσεπτάκι της φωτογράφισης υπάρχει οικογένεια, εννοείται.
Αλλά δεν θέλετε αρχίσω να σας λέω και περί οικογένειας.
o τίτλος είναι από ένα κομμάτι αυτού του υπέροχου άλμπουμ