Αν υπάρχει ένα πράγμα για το οποίο δεν πρέπει να χάνει κανείς τον ύπνο του στη μεταβατική κοινωνική συνθήκη που διανύουμε, αυτό είναι το cancel culture. Οι ωρυόμενοι “και τώρα αυτό θα γίνεται, θα ακυρώνουμε κόσμο για ό,τι είπαν ή έκαναν σε παλαιότερη συγχρονία όταν το χιούμορ ήταν άλλο/όταν δεν έπνιγε την έκφραση η πολιτική ορθότητα/όταν υπήρχε ελευθερία λόγου/όταν τα μαύρα αστεία ήταν δηκτική σάτιρα” δεν χρειάζεται να ανησυχούν: δεν υπάρχει cancel culture.
Δεν είμαι εδώ για να πω αν αυτό είναι καλό ή κακό, ούτε αν “πρέπει” ή “δεν πρέπει” να είναι έτσι τα πράγματα – κανείς δεν είναι εδώ για αυτό, και όσοι έχουν κάθετη άποψη είναι κατ’εμέ αφελείς ή σε άρνηση. Ξέρω όμως με βεβαιότητα πλέον ότι τα οργισμένα χάσταγκς και η αξιοπερίεργη αμεσότητα και ταχύτητα με την οποία οι, εύλογα περισσότερο εκρηκτικοί έως θερμοκέφαλοι, νεαρότεροι χρήστες των social media ζητούν κατά καιρούς και σε heavy rotation την καθολική ακύρωση δημιουργών δεν βρίσκουν αντιστοιχία στην αληθινή ζωή. Ή, έστω, δεν τυγχάνουν μαζικής απόκρισης.
Αυτό συμβαίνει γιατί το ποιον καλλιτέχνη θα διαγράψεις έχει χαρακτήρα, αναμενόμενα, υποκειμενικό, όπως όλα όσα έχουν να κάνουν με ό,τι αγαπήσαμε και συνδεθήκαμε μαζί του (και τι άλλο είναι τα καλλιτεχνικά προϊόντα αν όχι αγάπη και σύνδεση) – ως υποκειμενικό, λοιπόν, έχει να κάνει με τα προσωπικά κριτήρια του καθενός από εμάς. Μετά το MeToo αλλά και τη χρεοκοπία των απολιτίκ προφίλ σε μια πραγματικότητα που (επιτέλους!) μας θέλει πολιτικοποιημένους, η ξενέρα, η απογοήτευση και η οργή προς ανθρώπους που, αν δεν ήταν ινδάλματα, ήταν πάντως σημαντικοί για την προσωπική μας μυθολογία και καμιά φορά και ενηλικίωση, είναι κατανοητή. Αλλά είναι και εντελώς εξατομικευμένη: το αν θα αποσύρω την όποιας αξίας στήριξή μου από έναν καλλιτέχνη που δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μου μη αγοράζοντας το προϊόν του, μην ενισχύοντάς τον με την παρουσία του ή μη καταναλώνοντας τα έργα του έχει τις απαρχές του σε μια “προδοσία” προσωπική, που, απλώς, κάποιες φορές μπορεί να μοιράζονται ταυτόχρονα και άλλοι, καμιά φορά πολλοί, άνθρωποι. Είναι μια διαδικασία εκπορευόμενη από εσωτερικές διεργασίες που σπανίως κατευθύνεται από διαδικτυακές σταυροφορίες. Και για αυτό, νομίζω τελικά πως είναι πιο αθώα και αληθινή και σχετικά ανεπηρέαστη από “εμπρός λοιπόν ας” προστάγματα.
Εννοείται πως ακριβώς εδώ έρχεται και η παράμετρος του διαχωρισμού καλλιτέχνη-έργου, που τώρα ίσως είναι η στιγμή να τεθεί ως δίλημμα στην αληθινή του διάσταση. Το έργο του Morrissey παραείναι σημαντικό για εμένα, όπως και η μουσική του Kanye West, παρόλο που θεωρώ τον έναν μαλάκα και τον άλλον, πλέον, κακοποιητικό. Διαβάζω για τον Eric Clapton πράγματα που με αφήνουν άφωνη, αλλά δεν μπορώ να ακυρώσω το έργο του – και αν κάποιος μπορεί, θα πρέπει να ακυρώσει και το έργο των Cream; Οι ταινίες του Woody Allen είναι από τις κινηματογραφικές προσεγγίσεις που με έχουν γοητεύσει περισσότερο, αλλά δεν θα πλήρωνα να δω ταινία του πλέον. Την ίδια στιγμή, αγόρασα το I Am Not A Dog On A Chain, ποια είναι τέλος πάντων τα μέτρα και τα σταθμά μου; Το σύμπαν του Harry Potter μπορεί άραγε να εξαφανιστεί, ή μήπως έχει χρόνια αυτονομηθεί πλήρως κάνοντας το δικό του ανεξάρτητο ταξίδι στον χρόνο (ρητορικό είναι, προφανώς απαντώ το δεύτερο); Μήπως όσοι έχουν εύκολη την καθ’ολοκληρία απόρριψη είναι καλύτεροι άνθρωποι από εμένα; μου περνάει και από το μυαλό μήπως έχουν διαφορετική, πιο επιφανειακή σχέση με τη δημιουργία, μετά σκέφτομαι πως ίσως βαυκαλίζομαι, και πιο μετά ότι ακόμα και εκείνοι έχουν τα τρωτά τους σημεία και τα αλά καρτ τους – και κάπως έτσι πάει όλη η ζωή.
Έχοντας κατανοήσει καιρό όλα αυτά, προσπάθησα να καταλάβω, γιατί με ενόχλησε τόσο πολύ η βράβευση του Louis C.K. στα προχθεσινά Grammy. Αφού η διάκριση καλλιτέχνη και έργου είναι κάτι που φαίνεται να μπορώ να αντιληφθώ, προς τι η αμηχανία μου; Ε αυτή η αμηχανία έχει πολύ να κάνει με τη χρονικότητα, γιατί και το ίδιο το cancelling είναι ένα αίτημα και μια διαδικασία συγχρονική, και λίγο έχει να κάνει με τη διαχρονικότητα του έργου. Θα ήθελα, για να το πω απλά, να μην είχε αγνοηθεί έτσι απροκάλυπτα το γυναικείο βίωμα χωρίς να το παιδέψουμε περισσότερο. Θα ήθελα τα σόου του που έγιναν στην Αθήνα αμέσως μετά τις καταγγελίες να μην είχαν κόψει τόσα εισιτήρια, νομιμοποιώντας, στη συνολική ηθική, την ανάρμοστη συμπεριφορά προς συνεργάτιδες (για να μην λαϊκίσω λέγοντας “νομιμοποιώντας τη σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας”) – και μάλιστα σε μια περίοδο που το MeToo έκαιγε την πλάση. Θα ήθελα όταν έφυγαν από τη ζωή οι πράγματι εξέχουσες προσωπικότητες του αθλητισμού, μοναδικά ταλέντα και εξαιρετικές περιπτώσεις που άλλαξαν το τοπίο του αθλήματός τους, να υπήρχε και μια κουβέντα στα αφιερώματα για την περιπλοκότητα της πορείας τους και τις προβληματικές τους πλευρές, αυτό που οι ξένοι δημοσιογράφοι είχαν τουλάχιστον την ευαισθησία να περιγράψουν με τον όρο “complicated legacy” – κάτι είναι κι αυτό – ως ένδειξη σεβασμού προς τους ανθρώπους που αδίκησαν (για να μη λαϊκίσω λέγοντας “στα θύματά τους”). Θα ήθελα η συζήτηση, που είναι το ελάχιστο αν όχι το μόνο που έχουμε σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου για τον έναν ή τον άλλον λόγο δεν αναμιγνύεται η δικαιοσύνη, να μην είναι τόσο σύντομη.
That’s just me βέβαια, που λένε και στο χωριό μου.